- βορικός
- -ή, -ό1. αυτός που περιέχει βόριο2. το ουδ. ως ουσ. το βορικόδιάλυμα βορικού οξέος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
πυροβορικός — ή, ό, Ν φρ. «πυροβορικό οξύ» χημ. ονομασία ενός οξέος τού βορίου που είναι γνωστό και ως τετραβορικό οξύ και το οποίο απαντά με υαλώδη μορφή ή με τη μορφή λευκής σκόνης και είναι ευδιάλυτο στο νερό και στην αιθυλική αλκοόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο… … Dictionary of Greek
τετραβορικός — ή, ό, Ν φρ. α) «τετραβορικό οξύ» άλλη ονομασία για το πυροβορικό οξύ (βλ. πυροβορικός) β) «τετραβορικό άλας» το ένυδρο άλας τού πυροβορικού οξέος γ) «τετραβορικό νάτριο» το ένυδρο άλας τού τετραβορικού οξέος με το νάτριο, αλλ. βόρακας ή… … Dictionary of Greek
φθοριοβορικός — ή, ό, Ν φρ. α) «φθοριοβορικό άλας» χημ. άλας τού φθοριοβορικού οξέος β) «φθοριοβορικό οξύ» χημ. οξύ που σχηματίζεται από την ένωση τού φθοριούχου βορίου με υδροφθορικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fluoboric <… … Dictionary of Greek